Χριστούγεννα 2020 Αποκώρονας
Σίγουρα δεν είναι δύσκολο να καθορίσεις τους ανθρώπους με βάση κάποιο μετρικό σύστημα . Αυτό το σύστημα , προφανώς θ ακολουθεί νόμους και κανόνες που για τον κάθε ένα από εμάς είναι διαφορετικοί … άλλος θα δίνει σημασία στην τάξη , άλλος στην εμφάνιση , κάποιος άλλος στον πλούτο και ποιος ξέρει , πόσοι ακόμα μετρικοί κανόνες , μπορούν να επηρεάσουν την γνώμη μας για κάποιον άνθρωπο . Ο Ζαχαρίας , ήταν , ένας εντελώς μέτριος αν όχι αδιάφορος άνθρωπος ακόμα κι αν ακολουθούσες ένα εξαιρετικά πολύπλοκο μετρικό σύστημα . Δεν θα μπορούσες να βρεις τίποτα να λάμπει πάνω του , καμία αξιοσημείωτη ιδιότητα και σε πολλές καταστάσεις , θα έλεγα πως φλέρταρε με τον πάτο . Ήταν ένας άνθρωπος μετρίου αναστήματος , με αδιάφορα χαρακτηριστικά και ντυμένος κατά τα δεδομένα του μέσου κρητός αγρότη . Είχε μερικές μέλισσες , μερικά ζώα , αρκετές ελιές και πέρα των αγροτικών , έκανε τον χασάπη και σε μια τοπική αλυσίδα σούπερ μάρκετ . Κακό παιδί δεν ήταν και κανέναν δεν είχε πειράξει ,σε μαθηματικά κανένα επίπεδο , όμως …. Όταν τον μετρούσες , τον έβρισκες …τρομακτικό ! έφταιγε κάτι απάνω του ? ήταν μήπως , απ τους τύπους με τα παλαβά γαλανά μάτια , που παίζουν γύρω ? όχι ! τίποτα πάνω του δεν ήταν τρομακτικό , το τρομακτικό ήταν , κάτι που γυρνούσε γύρω του , ένας δορυφόρος ας πούμε …. Ο αδερφός του ! Ο Χάρης είχε γεννηθεί , τέσσερα χρόνια μετά τον Δημοσθένη αλλά πέρα απ το επίθετο τίποτα δεν μαρτυρούσε πως είχαν την ίδια μάνα και τον ίδιο πατέρα … ο Δημοσθένης , ήταν μεγάλος σαν βουνό , σκληρός σαν πέτρα και ποιο επικίνδυνος από αγέλη πεινασμένων σκυλιών …. Τον είχαν χτυπήσει , μαχαιρώσει , πυροβολήσει , τον είχαν πετάξει ακόμα και σ ένα γκρεμό, αλλά … Λύκος … απ τα δεκαπέντε του χρόνια , όλοι τον έλεγαν λύκο γιατί σκότωσε τον φονιά του πατέρα του με τα δόντια … τον Σηφογιώργη , έναν άντρα πάνω από εκατό κιλά , τον ξάπλωσε κάτω νεκρό με τα δόντια ! και δεν ήταν ο μόνος , όποια προσπάθεια αντεκδίκησης έγινε εναντίων του , έκλεισε άδοξα και μοιραία . Ένα μόνο πράγμα ζόριζε τον Λύκο , ο μικρός κι αδύναμος αδερφός του … τέσσερα χρόνια μόνο μεγαλύτερος αλλά όταν φάγανε τον πατέρα τους , ήταν πατέρας κι αδερφός γι’ αυτόν , οπότε …δεν ήθελες να είσαι αυτός που θα πειράξει τον αδερφό του …ακόμα κι όταν ήταν στην φυλακή , η σκέψη και μόνο της ύπαρξης του , κρατούσε τους ανεκδίκητές , μακριά απ’ τον Χάρη .
Με τόσα φονικά , όσο κι αν δεν έφταιγε , ο Λύκος ήταν επίσημα ισόβια στην φυλακή και ανεπίσημα , όπως συμβαίνει σ όλες αυτές της περιπτώσεις , λίγο άδειες απ’ την μια , λίγο παρατάσεις δικών απ’ την άλλη , περνούσε παραπάνω του μισού έτους εκτός . Ουσιαστικά , ήταν έξω όποτε ήταν δουλειές να γίνουν.. να κατέβουν ή ν ανέβουν τα ζώα , κουρές ( κούρεμα προβάτων) , μαζώματα ( ελεαιοσυγκομιδή ) κτλ. . Καμιά φορά βέβαια , περνούσε και καμιά γιορτή ή και λίγο καλοκαίρι στο σπίτι …έτσι και τώρα , θα είχε την δυνατότητα , να κάνει Χριστούγεννα , σπίτι . Αυτό βέβαια , πάντα έχει μια σχετικότητα μια και η όποια μετακίνηση , απαιτεί συνοδεία , από βαριά οπλισμένα , αδερφοπαίδια (πρώτα ξαδέρφια ) . Τούτο , όχι γιατί ο ίδιος δεν είναι αρκετός αλλά , αλλοίμονο κι αν βρεθεί όπλο πάνω του , καθώς είναι σε «άδεια» απ’ την φυλακή … θα σήμαινε τον αυτομάτως ισόβιο και χωρίς κανένα εγκλεισμό του . Ο Χάρης απ’ την άλλη , παίζει να μην είχε πιάσει ποτέ στη ζωή του όπλο , πέρα από κάτι βολές που έκανε ως προπαιδευμένος στο ΠΝ , μια και την υπόλοιπη του θητεία , την έκανε ως μάγειρας , ένεκα της χασάπικης εμπειρίας του .
Η Ζαμπία , τον αγαπούσε τον Χάρη αλλά αν η οικογένεια της μάθαινε κάτι τέτοιο , δεν θα είχαμε μια κατάσταση «Βροντάκηδες Φουρτουνάκηδες» αλλά , ένα πραγματικό λουτρό αίματος… καλές βλέπετε οι ταινίες αλλά απέχουν απ’ την πραγματικότητα . Οι δύο οικογένειες , είχαν μια αιτία κι ένα θανατικό πριν από δυο γενιές μεταξύ τους , που απ’ την μια δεν ήταν αρκετό για να καθαρίσουν με αίματα αλλά κι απ’ την άλλη κρατούσε τα δύο βαριά επίθετα , το ένα μακριά απ’ τ άλλο . Κατά τ άλλα , ένα απλό κορίτσι στα 22, ήταν κοινωνικό και ομορφούλικο … από γράμματα τίποτα το φοβερό αλλά ο αδερφός της έβοσκε , ο κύρης της , τυροκομούσε κι αυτή , ως ποιο κοινωνική απ’ όλους , πουλούσε τα τυριά στο μαγαζί και σε κάποιες λαϊκές . Έτσι γνώρισε και τον Χάρη …ξέρετε τώρα , πήγε τα τυριά στο σούπερ μάρκετ που δούλευε , αυτά πάνε μαζί με τα κρέατα … της είπε ένα ωραίο , τύπου … «φτιάχνω ωραία μέλια για την γραβιέρα σας» , ξέρετε τώρα πως είναι αυτά , δεν θέλουν και πολύ .
Εκεί στα ριζίτικα ( γεωγραφικές περιοχές στους πρόποδες των Κρητικών Ορέων) δεν έπαιζαν , οι μάσκες , τα αντισηπτικά κι όλα αυτά που είχαν κατακλύσει της αστικές περιοχές , ελέω της πανδημίας … εκεί τα πράγματα, είχαν μείνει ίδια και μάλλον το μοναδικό αντίμετρο στην πανδημία , ήταν η υπερκατανάλωση τσικουδιάς και η σχετική απομόνωση απ’ της μεγάλες πόλης . Οκ στο κεφαλοχώρι ( κεντρικό χωριό , μεγάλου μεγέθους με αγορά και κοινωνικές υπηρεσίες) , φορούσαν μια μάσκα , ειδικά ο Χάρης και η Ζαμπία , μπροστά στους πάγκους δεν την αμελούσαν .
Είχε τρία αδέρφια , τα δύο ήταν αλλού , άλλος είχε μείνει στην Αθήνα γιατί σπούδασε , άλλος ήταν στην Σητεία , στην άλλη μπάντα ( πλευρά) της Κρήτης και τον Νικόλα που μαζί με τα δυο αγόρια του μπάρμπα της , δούλευαν τα ζώα . Βέβαια τα ξαδέρφια ήταν στα κρέατα , ο Νικόλας κι ο πατέρας της , έσφαζαν μόνο για το σπίτι , για κάναν φίλο ή και για καλούς πελάτες του τυροκομείου , σφαξίματα δηλαδή στο χέρι , όχι μπουζιασμένα ( δεμένα ) ζωντανά στο σφαγείο .
Εκείνο τ απόγευμα , ο Νικόλας δεν ήταν και στα καλύτερα του , είχε βλέπεις σφάξει ένα ριφάκι ( νεαρό αρσενικό) για το χριστουγεννιάτικό τραπέζι και δεν είχε κέφι …. Ξέρετε τώρα τα μεγάλωνε , τα πρόσεχε , τα έσφαζε … έτσι είναι η ζωή βέβαια αλλά δεν παρτάρεις απ’ την χαρά σου κιόλα . Το χέ κουβαλήσει το έρμο(καημένο) με το ΧΤ στην πίσω αυλή , έσφαξε το , έσφαξε το τόσο γρήγορα που ούτε που κατάλαβε και το κατέβαζε(έγδερνε) . Το γεγονός πως η Ζαμπία ήταν εκεί και τον βοηθούσε , τον ξένιζε μια ολιά (λίγο) αλλά έτσι όπως είχε τα νεύρα του δεν έδινε σημασία . Κάποια στιγμή όμως , γυρνά και της λέει …μωρή , ήντα σ έπιασε και μου σβουράς σα το ζαβό ?( γιατί με γυροφέρνεις?) … Μωρέ Νικόλα , να σου πω θέλει κάτι αλλά φοβούμαι μη μανίσεις (νευριάσεις) . Ήντα , λεφτά θέλεις ? όι μωρέ , πράμααα ( όχι τίποτα ) αποκρίθηκε . Πες το ή λάλιε (πες το ή φύγε ) … Να , εκεί στο σούπερ μάρκετ , δεν πρέπει , τώρα που δεν έχει κίνηση η λαϊκή , να δώσουμε παραπάνω σημασία ? Κοντοστάθηκε ο Νικόλας , τράβηξε το χέρι του απ’ το σφάγιο και κάνοντας μια μικρή παύση , απάντησε θετικά μια και έβλεπε ,λογική την πρόταση της αδερφής του . Ενθουσιασμένη αυτή , του λέει …κι είναι κι εκείνο το καλό παιδί ο Ζαχαρίας στα κρέατα και τα τυριά , που όλο μας βοηθάει και τον έχω και του χεριού μου ! θα τον βρω , να του πω , να σπρώξει λιι…. Και εκεί , η πρόταση κόπηκε απότομα κι ο Νικόλας άστραψε , ανέβασε τον τόνο της φωνής του , λέγοντας …εμείς μ αυτούς , σχετικό κι αλισβερίσι δεν έχουμε … μα Νικόλα , είναι φίλ.. Πρόσεξε καλά , αν σου περάσει απ’ το μυαλό , έστω και να πεις κάτι παραπάνω από μια καλημέρα μαζί του , θα σου κόψω τα πόδια κι εκείνου κι εσένα ! Κάπως έτσι , η πρώτη προσπάθεια της Ζαμπίας να πει κάτι στον αδερφό της για τον Χάρη , τελείωσε πριν καν ξεκινήσει .
Είπες του πράμα ? ήταν η πρώτη ερώτηση που της έκανε ο Χάρης μόλις βρέθηκαν … έκανα μια προσπάθεια , όχι να του το πω ντρέτα (ευθέως) αλλά γύρω γύρω … μπαααα , δεν θέλει ν ακούσει καθόλου την γενιά σου , εσύ ? Εγώ ήντα ? έχω σου του ειπωμένο , πώς ότι και να πω τ αδερφού μου , δεν επρόκειται να μου στραβοκοιτάξει , αυτό είναι δεδομένο . Μωρέ Χάρη , είπε η Ζαμπία μ ένα παράπονο στην μιλιά της … είμαστε μπάρε μου (τουλάχιστον) δυο χρόνια μαζί και βλεπόμαστε στην κούρσα , στην πολιτεία , σε καμιά εκδρομή κι αυτά με τους χίλιους φόβους … κι ακόμα και τ αμάξι δανεικό , δεν παίρνεις κι εσύ καμιά κούρσα , όλο και παντού με το ΧΤ , έχεις γίνει χειρότερος απ’ τον αδερφό μου απού κουβαλεί τα έχνη ( τα ζώα ) με το κολομηχανάκι . Το μηχανάκι είναι ιερό , ήτονε του σχωρεμένου του πατέρα μου , απου το χε αγοράσει το 85 καινούριο …ξέρεις πόσα μου δίνουν γι’ αυτό ? Τίποτα δεν σου δίνουν, ένα χιλιάρικο σου δωκε κείνο το κοπέλι στα Χανιά για να το κάμει , κείνο το πράμα απου ναι ανάμεσα σε καφέ και μηχανάκι , πως στο καλό τα λένε . Ζαμπία τέλος , το μηχανάκι δεν πουλιέται , αμάξι δεν παίρνω , τούτο του Γιώργη , μια χαρά είναι κι έχει και στέρεο και aircondition ! έλα μωρέ Χάρη , προχθές είχε και δύο προβατίνες στην καρότσα και θεός ξέρει πόσα σίδερα κρυμμένα , όπου να μας σταματήσουν τα ΕΚΑΜ με κανά κουλούκι ( σκύλο) , να μην μας ξεπλένει ούτε του Κουρνά η λίμνη …. Κι ήντα να κάνουμε ? αν ήτονε το κοπέλι , γραμματικός (δικηγόρος) Mercedes θα είχε , αλλά αφού είναι βοσκός , χαιλούξι θαν έχει , ήντα άλλο ?
Ήταν κοντά στης γιορτές κι ο Χάρης ανέβαινε το χωριό με τα ψώνια κρεμασμένα σε δύο τσάντες , δεξιά κι αριστερά στο τιμόνι του ασπροκόκκινου ΧΤ . Μπραααμ μπρουμμ , το γέρικο ΧΤ , δεν ήταν να το δεις να το θαυμάζεις για την ομορφιά του αλλά για το γεγονός πως πήγαινε ακόμα σαν τον σκύλο και ποτέ δεν έκανε κουτσουκέλες τ αφεντικού του . Το σπίτι ήταν τυπικό της περιοχής και κτισμένο πριν από δυο , τρεις εκατοντάδες χρόνια … ήταν σαν ανάποδο Π , ισόγειο και πάνω όροφο , με πολλά δωμάτια , που συνήθως επικοινωνούσαν μεταξύ τους , με μια σκεπαστή συνεχόμενη βεράντα , ενώ στην πίσω , ανοιχτή πλευρά είχε ένα αξιοπρεπές σόχωρο ( οικιακό περβόλι , για κότες και μπαξέδες) . Η είσοδο , ήταν κοντή , πλατιά και καμαρωτή ,μέρος που άφηνε το μηχανάκι ο Ζαχάρης για να είναι κι εύκολο και στεγασμένο . Η κουζίνα , ήταν στην κάτω δεξιά πλευρά του Π , ουσιαστικά το μόνο δωμάτιο του ισογείου που είχε καθημερινή χρήση . τ άλλα ήταν κελάρια , αποθήκες , συνεργείο , τέτοια πράγματα , άλλωστε , πολλά απ’ αυτά και κυρίως το κελάρι , είχαν χώμα κάτω . Άμα έσκαβες κάτω , θα έβρισκες κάποια στιγμή μεγάλες πλάκες αλλά … ένεκα του χρόνου , μόνο χώμα έβλεπες σήμερα . Η κουζίνα αντίθετα , είχε ενωθεί με το ρακοκάζανο του σπιτιού κι έτσι ήταν ένα πολύ μεγάλο και ζεστό δωμάτιο . Το είχαν εξοπλίσει με όλα τα σύγχρονα πράγματα μίας κουζίνας αλλά … δεν είχαν καταργήσει τίποτα παλιό , έτσι και το πυρομάχι ( εστία με ξύλα κι αυτόνομη καμινάδα) λειτουργούσε και το καζάνι ήταν έτοιμο για όλα … σίγουρα ήταν και ποιο δυνατό από οποιαδήποτε ξυλόσομπα θα μπορούσαν να βάλουν , άλλωστε , ξύλα υπάρχουν . Ο χώρος στην μέση του Π , αρκετός για να καθίσει και τρακόσιους νομάτους αλλά και μέσα στο καζάνι με την κουζίνα , έκανες άνετα τραπέζι σ εκατό . Εκεί λοιπόν , ήταν κι ο χώρος που ζούσαν , στης κάμερες τους πήγαιναν μόνο για ύπνο και τίποτα άλλο .
Δήμο ζέστη κάνει , είπε ο Χάρης του λύκου , μόλις μπήκε … απ’ το δρόμο είσαι , δεν είναι δα και τόση η ζέστη αποκρίθηκε ο Δημοσθένης .Με τα μανίκια σηκωμένα πάνω απ’ την λεκάνη και με την τρυπητή κουτάλα , πάλευε κάτι … μυζήθρα ( χανιώτικο κρεμώδες ξινό τυρί) σιάχνεις , είπε του … ε ναι , δε θωρείς ? ( δεν βλέπεις?) , αφού είπα σου , πως θα σιάξω αύριο … -Δεν είναι δικιά μας , ένας φίλος που είμαστε μαζί μέσα , είπε μου να σιάξω λίγη να πάω στου κύρη του , να βάλει η μάνα του δα στα καλτσούνια ( μικρά πιττάκια με χόρτα και τυρί) , έβαλα του και προχθές στον κούμο ( στρογγυλά , κτίσματα ξερολιθιάς , πέντε τετραγωνικών περίπου , χρήσιμα για ωρίμανση τυριού και διανυκτέρευση )και ένα κεφάλι καμιά δεκαριά κιλά γραβιέρα αλλά δεν νομίζω να χει γίνει .- Δήμο , αγαπώ την Ζαμπία και θέλω να την πάρω …. Ο Λύκος , γούρλωσε τα μάτια κι αφού πέρασαν κανα δυο δευτερόλεπτα , απάντησε … -να την πας κιαμιά βόλτα με το ΧΤ του μπαμπά , να μην θέλει να σε ξανά δει , να γλυτώσουμε τα ντράβαλα . -Σοβαρά σου μιλώ …- κι εγώ σοβαρά σου μιλώ, αν μάθει το ο Νικόλας , θα σφάξει πρώτα αυτήν και μετά θα σφάξει κι εσένα … απόεις ( μετά) θα σας εβάλει στον ίδιο λάκκο , να κάμετε love for ever … -Δήμο θα την κλέψω ! ναι , να την κάτσεις στο ΧΤ να πάτε στην μαδάρα ( βουνά) , μόνο πριν το κάμεις , βάλε κιαμιά ακτίνα στο μηχανάκι μη σας αφήκει ποθές , γιαντα λείπουν πέντε έξι από πίσω . -Κορόιδευε του λόγου σου μα θα την κλέψω εγώ …. -Κάτσε στ’ αυγά σου εδά που παίρνω της άδειες και την παλεύουμε γιατί αν μπλέξω θα με φρακάρουν μέσα και δε θα με ξαναδείς .
Ο Χάρης όμως είχε αποφασίσει να κλέψει την Ζαμπία και αυτό ήταν κάτι που είχε καταλάβει μια χαρά ο Λύκος , που δεν είχε δει ποτέ ξανά τον αδερφό του με τόση δυναμική . Απ την μια του άρεσε απ την άλλη όμως …ήξερε πως είναι πιθανόν να χυθούν αίματα και να καταλήξει κι αυτός αλλά και πολλοί άλλοι , στο χώμα ή ολοκληρωτικά στην φυλακή .
Ζαμπία αφού δεν θέλει να ακούσει για μένα ο αδερφός σου εγώ θα ρθω να σε πάρω νύχτα … -ήντα νύχτα μωρέ Χάρη και με ήντα ? με τούτονα το ματρακά απου θ ακούγετε απ’ τ άλλο χωριό πως φτάνει , που θ αμολάει τα κομμάτια του στο δρόμο για να τ ακολουθήσουν να μας βρουν ? μα είναι δυνατό μωρέ Χάρη κι ήντα θα κάνουμε μετά απού δα με το κορονιό , όχι τσι γκαστερμπάιντερς δεν μπορούμε να κάνουμε αλλά ούτε απ’ το νησί δεν μπορούμε να φύγουμε . Μη λες μπουνταλάδες (χαζομάρες) και πες μια λύση σωστή .- Τα χω σκεφτεί όλα , κάνε υπομονή και τα Χριστούγεννα , δε θα μας χωρεί ο τόπος .
Παραμονή Χριστουγέννων κι ο Λύκος παγωμένος , έβλεπε μέσα στην κουζίνα του σπιτιού την Ζαμπία με τον αδερφό του …. Είπα του εγώ Δήμο να μην έρθουμε εδώ ,αλλά αυτός τίποτα …. Ρε Χάρη , ρε Χάρη , γύρνα την πίσω όσο υπάρχει χρόνος , όσο δεν έχει καταλάβει κανείς κάτι , θα γίνει κακό , είπε ο Δήμος στον Χάρη , που αδυνατούσε να καταλάβει , τι είχε στο μυαλό του ο αδερφός του όταν έφερνε το κορίτσι στο σπίτι … Τα έχω κανονίσει όλα έλεγε ο Χάρης αλλά …. Που να καταλάβει ο Δήμος που προσπαθούσε να γλυτώσει τελευταία στιγμή , το κακό που γίνετε . Τελικά δεχόμενος το αναπόφευκτό κάθισε κάτω κι έπιασε το μπουκάλι της τσικουδιάς που ήταν στην μέση του τραπεζιού …. Γύρισε το κεφάλι πίσω , άνοιξε διάπλατα το στόμα του κι άφησε το διάφανο απόσταγμα να κυλήσει στο λαιμό του . Μετά από μία γενναία γουλιά , αναστέναξε και κάρφωσε τα μάτια στην φωτιά που έκαιγε στο πυρομάχι . Η μέλλουσα νύφη του , άνοιξε τα ντουλάπια , έβγαλε τρία ποτήρια της τσικουδιάς κι έκοψε κι ένα κομμάτι γραβιέρα , θέτοντας τα με δυο τρεις ελιές στην μέση της τάβλας .- Και έχεις μωρέ πράμα στο μυαλό σου , ρώτησε ο Δήμος … ο Χάρης , που κέρασε το ποτήρι του αλλά κι όλα τ άλλα , απάντησε «ναι» , σήκωσε το ποτήρι κι ευχήθηκε «εβίβες» . -Δέκα η ώρα …συνέχισε … θα είναι εδώ όλα τα παιδιά , υπολογίζω πως ο Νικόλας , κάπου εκεί θ αρχίσει να ψάχνει την αδερφή του και θα καταλήξει σ εμάς , περίπου στης πέντε μ έξι το πρωί . Ωραία …απάντησε ο Δήμος και συμπλήρωσε … κατεβαίνει η οικογένεια σε πόλεμο γιατί ο Χάρης έπεσε στο σεφντά (έρωτας) της Πετάρενας … ά ρε Ζαμπία , που θα μας πάνε οι πλεξούδες σου είπε ,παρα του ότι , αλήθεια ήταν , πως είχε κοντά κόκκινα μαλλάκια . Που έχεις τα σίδερα ρε Χάρη ? τα μικρά είναι στο πλυσταριό , τα μεγάλα πίσω απ’ τα βαρέλια και έχει και δυό τρεις χιλιάδες σφαίρες μέσα στο πατητήρι …. Ωραία , το πάμε για ειρηνική λύση , απάντησε και συμπλήρωσε … να φέρω και ξιφολόγχες ,όχι τίποτα άλλο , μη τελειώσουν οι μπάλες (σφαίρες) και που θα βρούμε ν αγοράσουμε χριστουγεννιάτικα ? είπε και έφυγε απ’ το δωμάτιο .
Δέκα η ώρα και η Ζαμπία είχε βάλει το μεγάλο τσικάλι (κατσαρόλα) στο πυρομάχι απ’ το καζάνι που ήταν δυνατή η φωτιά . Τσιγάριαζε μέσα τα χριστουγεννιάτικα κρέατα κι έτσι όπως είχε χυλώσει το κρασί με το λάδι, τ άρωμα άπλωσε σ όλο το δωμάτιο , δημιουργώντας μαζί με την ζέστη , μια ζηλευτή αν και ψεύτικη αίσθηση θαλπωρής . Ξάδερφε , πάρε μωρέ το ΧΤ απ’ την πόρτα γιάντα έρχεται κόσμος πίσω …. Ήντα διάολο το κλειδώνεις κιόλα … μπέσα (τίμια) σου λέω ξάδερφε , δεν υπάρχει κανείς , όχι να το κλέψει αλλά ούτε να το θέλει στην αυλή του δώρο για να κλαρίζουν ( στέκουν) οι όρθες (κότες) … Ζηλεύετε το μηχανάκι μου , ρε γι’ αυτό τα λέτε όλα εεεεε … Αδερφοπαίδια (πρώτα ξαδέρφια) και ξαδέρφια , Σαρσέτηδες αλλά και μ άλλα επίθετα αυτοί που δεν ήταν πατρώσθε αλλά μητρώσθε και οι αίθουσα του καζανιού , είχε μέχρι της δέκα και τέταρτο , τριάντα χέρια ,καλά σιδερωμένα . Ο Χάρης έβγαζε στο τραπέζι τσικουδοπότηρα , γραβιέρα , μυζήθρα κι άφηνε διακριτικά φρέσκο αλλά και γερασμένο κρασί . Εβίβα δω , εβίβα κει , εβίβα πέρα πόθε ! στην υγειά σου ξάδερφε και πάντα χαρές φώναζε ο Γιώργης με την βροντερή φωνή του που ήταν ο πρώτος γιός , του μεγάλου αδερφού του πατέρα τους , γηραιότερος όλων κεφαλή του τραπεζιού . Παραμέρισαν τα πρώτα και το χυλωμένο τσιγαριαστό( κρέας βραστό σε ελαιόλαδο , σβησμένο με κρασί ) βγήκε ξαπλωμένο κι αχνιστό πάνω στην φαγιάτζα (πιατέλα) , τα ποτήρια του κρασιού άπλωσαν πάνω στην τάβλα κι η Ζαμπία , έτρεξε να τα γεμίσει . Ο Γιώργος έσκυψε πάνω απ’ το φαΐ και πήρε μια μεγάλη τζούρα μυρωδιάς , έδειξε μια χαρά στην έκφραση του και γυρνώντας μπρος την Ζαμπία είπε … για να σε η μόνη γυναίκα εδώ , σύ είσαι η λεγάμενη … εγώ είμαι του απάντησε …. Έπιασε με το αριστερό του χέρι το ψωμί , τ ακούμπησε στο στήθος του και με το σφαληκτάρι (μικρό πτυσσόμενο μαχαίρι τύπου opinel) έκοψε μια μπουκιά μόνο … κοιτώντας την στα μάτια με αυστηρό τρόπο , βούτηξε το ψωμί στην σάλτσα , το έβαλε στο στόμα του κι έχοντας άγριο βλέμμα , κατάπιε και είπε … όταν θα γίνεις νύφη μας και δεν θα έχεις την ανάγκη μας , θα συνεχίσεις να μας μαγειρεύεις ? η Ζαμπία τον κοίταξε και με φυσικό τρόπο του απάντησε …φυσικά ! Τότε ο Γιώργος έβγαλε ένα μουγκρητό σκεπτικής κατανόησης , κι έπιασε το ποτήρι του και είπε …. Αδέρφια , απόψε θα φάμε καλά νομίζω , όσοι θα ζουν αύριο , θα έχουν την ευκαιρία να φάνε ξανά , αλλά μιας και ποτέ δεν ξέρεις , ας τ απολαύσουμε σήμερα που είναι σίγουρο …. Σήκωσε το κρασί ψηλά , φώναξε Εβίβες , να ζήσει το αίτιο και κατάπιε το κρασί σαν να μην έχει λαρύγγι !
Χρόνια είχε να γίνει τέτοιο γλέντι στο καζάνι …καραντίνα σου λέει ο άλλος … ναι καλά , ριζιμιό χωριό και οι οικογένεια πάει πόλεμο ! Οι φωνές δεν θ άφηναν κανέναν να ησυχάσει και οι κούπες έκαναν βόλτες πάνω κάτω την τάβλα σαν να ήταν τα Αγίου ανήμερα (πανηγύρι) ή κιαμιά , καλή στέψη (γάμος) . Ο Δήμος δεν θα έλεγες πως δεν συμμετείχε αλλά μάλλον είχε πάρει ποιο σοβαρά τα πράγματα και μια και δεν θα μπορούσε να αποφύγει την κατάσταση , έψαχνε έναν τρόπο να γλυτώσει το κακό μια και ήξερε πως ο Νικόλας θα έφτανε αργά η γρήγορα , δεν θα ήταν μόνος του και σίγουρα οι Πετάρηδες δεν ήταν αμελητέα δύναμη .
Νικόλα , ο Δημοσθένης είμαι , χρόνια καλά , ήντα κάμεις ? Χρόνια καλά Δήμο , απάντησε κάπως σφιγμένα στην απρόσμενη κλήση ο Νικόλας . Για να μην ψάχνεις την Ζαμπιό να σου πως πως είναι σπίτι μας . Μετά από μια παύση δύο τριών δευτερολέπτων για να καταλάβει τι έγινε , ακούστηκε ένα θυμωμένο …κι ήντα κάμει έτα ? (τι κάνει εκεί ?) … κατέω πως γενιές τώρα η ράτσες μας δεν τα πάνε καλά αλλά , πιστεύω πως πρέπει να λήξει γιάντα υπάρχει αίσθημα …. Έσιαξες τα με την αδερφή μου βρώμε , εμαγάρισες την? ( την βρώμησες ?) …. όι Νικόλα , ούτε έτσα είναι , ούτε τέτοια έχω στο μυαλό , αφού ξέρεις μπαινοβγαίνω . Εκλεφτήκανε με τον Χάρη και θέλουν να παντρευτούν λέει …. Κι απ’ τους τόσους άντρες απου χει το κωλομαγαρισμένο σας κωλόσογο , την μισοριξιά βρήκε κι αυτή ! _ Νικόλα , είναι καλός ο αδερφός μου και θα την προσέξει _ Καλός και Σαρτσέτης δεν γεννήθηκε ακόμα , να σου πω εγώ ήντα θα γίνει … αδερφή δεν έχω ποια και του λόγου σου , δεν έχεις αδερφό και κατέεις γιάντα ? (ξέρεις γιατί?) γιάντα θα τση θάψω και τσι δυό στη μέση τσι αυλής σας …. Κι όποιος μπει απ’ την βρωμόρατσα σου εμπρός , θα τον στείλω να τους κάνει παρέα ! Ο Δήμος είχε πάρει απ’ την αρχή την απόφαση να κλείσει το θέμα αν μπορούσε , βλέποντας όμως πως αυτό δεν ήταν εφικτό να γίνει , απάντησε « Αφού ο Χάρης θέλει την Ζαμπιό , θα την έχει ακόμα κι αν σας θερίσουμε ούλους ! Οπότε μάζεψε τους λαχανοντολμάδες απού αποκαλείς ράτσα σου , φάτε μια ξεγυρισμένη , παχιά φασολάδα κι ελάτε να μας κλάσετε τ αρχίδια . Ξέρεις άλλωστε που είμαστε .» Αυτή ήταν κι η τελευταία του κουβέντα μια και όχι μόνο έκλεισε το τηλέφωνο αλλά και την συσκευή .
Γύρισε πίσω στο τραπέζι μάλλον ποιο ξαλαφρωμένος … έστεξε μπροστά απ’ την θέση κι όπως ήταν όρθιος , έπιασε την κανάτα και γέμισε μια νερόκουπα κρασί κοφτή ( μέχρι τα χείλια του ποτηριού ) . Την έπιασε με τον δεξί αντίχειρα και τον δείκτη του , την σήκωσε μπροστά απ’ τα μάτια του . Γύρισε την ματιά γύρω απ’ το τραπέζι και κοιτώντας το , πίσω απ’ το κεχριμπάρινο του κρασιού είπε …. Με ποιον μιλάω ? εδώ ξάδερφε …τ απάντησε ο άλλος Δημοσθένης και σήκωσε το χέρι του . Ο Λύκος γύρισε την κούπα προς τον ξάδερφό του άπου είχανε και το ίδιο όνομα , έκανε ένα νεύμα προς το μέρος του , σήκωσε το ποτήρι ψηλά και φώναξε « στην υγειά τον αντρός μπρεε» ( στην υγεία των ανδρών) , γύρισε το κεφάλι πίσω και το κρασί κατρακύλησε στο λαιμό του σαν να μην υπήρχε λαρύγγι . Ακούμπησε το ποτήρι στο τραπέζι , το γέμισε άλλη μια φορά κοφτό και περπάτησε μέχρι τον άλλο Δημοσθένη όπου τ άφησε εμπρός του και του είπε , με της υγείες σου ξάδερφε . Να σε καλά , του απάντησε και σήκωσε με την σειρά του την νερόκουπα πάνω ρωτώντας , με ποιόν μιλάω? . Ο μικρός Δημοσθένης , πήγαινε ακόμα λύκειο , είχε μπει στον παροξυσμό της συμπλοκής και μεθούσε όχι με κρασί αλλά με αδρεναλίνη …ξέρει άραγε πως ίσως αύριο να δει το τελευταίο του ξημέρωμα , σκέφτηκε ο Λύκος … έχει πάει με γυναίκα ? έχει μεθύσει στης χαρές των φίλων του ? έχει προλάβει να πιεί το νερό της ευτυχίας ή …. Αυτά κι άλλα περνούσαν απ’ το μυαλό του αλλά … τώρα πια … τα λόγια έχουν τελειώσει .
Κοπέλια ! είπε ο Γιώργης κι ούλοι στέξαν ( παιδιά είπε ο Γιώργος κι όλοι σταμάτησαν ν ακούσουν) κατέτε μωρέ ήντα ναι το σημαντικό σήμερο ? ήντα ? είπε του ο διπλανός του …. Πήρε λοιπόν μια πολύ σοβαρή έκφραση κι όλοι το κοίταξαν έτσι βαρύς που χε γίνει για ν ακούσουν αυτό το βαρύγδουπο που θέλε να πει …. Να ! επιτέλους θα φανεί χρήσιμο το ΧΤ του Χάρη , τα το βάλουμε με δυό τρία σαπιλοβάρελα για μπασμό στην πόρτα ! είπε το κι όλοι λύθηκαν στα γέλια …. Του Χάρη αν και του κακοπήγε , δεν μπορούσε να μιλήσει μια κι όλοι αυτοί οι άντρες που κορόιδευαν το μηχανάκι του , ήταν εκεί για πάρτι του , χωρίς να ξέρουν για πόσες ώρες ακόμα θ αναπνέουν , αλλά …. Δεν μπορούσε να τ αφήσει να πέσει και κάτω , οπότε … δε θέλει βαρέλια ξάδερφε , θα βάλουμε το μηχανάκι από μόνο του , απού ναι τόσο γερό που μπάλα δε το περνάει κι όταν τελειώσουμε θα σε γυρίσω στο σπίτι μ αυτό … Ξέσπασαν όλοι σε γέλια κι ατάκες όπως …γεια σου ξάδερφε με το εργαλείο σου … είχαν την τιμητική τους . Ο Δήμος απ’ την άλλη , ήταν κομπάρσος , δεν μπορούσε να πιστέψει που ο μαλακός αδερφός του , σε μία και μοναδική έξαρση του , οργάνωσε και κατέβασε την ράτσα ολόκληρη σε πόλεμο … απ’ την άλλη , του άρεσε και πάρα του ότι ήθελε να τελειώσουν όλα καλά , ένοιωθε περήφανος για τον αδερφό του .
Κατά της τρεις το πρωί άκουσαν κάποιον να παραμερίζει απ’ την πόρτα το ΧΤ και να γκρινιάζει , άλλωστε το πανηγύρι είχε τελειώσει , όλοι κοιμούταν κι είχαν αφήσει σε διάφορα σημεία του σπιτιού πέντε βιγλάτορες (σκοπούς ) . Ο Λύκος , ύπνο δεν είχε και αν και δεν ήταν στην βίγλα , ξέροντας τους ήχους του σπιτιού του , βγήκε πρώτος .
Κυρ Σήφη ! ήντα κάνεις έπα τέτοια ώρα είπε , ενώ από μέσα του κατάλαβε ότι ο αντίπαλος στρατός , είναι έτοιμος , στημένος κι έστειλαν μεσάζοντα , άρα … φοβούνται . Καλά μωρέ Δήμο , δεν είχα ύπνο κι ακούω τόσες ώρες το τζέρτζελο (φασαρία) κι είπα μπας κι έμεινε κάνα ψιχαλάκι (μεζές) και μια ολιά (λίγη) τσικουδιά για του λόγου μου . Έλα μέσα μην περιμένεις στα κρύα του είπε και με μια χειρονομία , έδωσε εντολή να ξυπνήσουν όλοι . Μπήκαν στο καζάνι κι ο λύκος δείχνοντας μια θέση στο τραπέζι , του είπε … κάτσε κυρ Σήφη να ζεσταθείς και να στελιώσεις ( ν ανακάμψεις ) . Έπιασε ένα φρεσκοπλυμένο πιάτο απ’ την γλίστρα του νεροχύτη και πήγε πάνω απ’ την κατσαρόλα που για να είναι ζεστό το φαΐ συνέχεια ,ήταν ακουμπισμένη κοντά στην φωτιά του καζανιού . Έπιασε το κουτάλι που ήταν αφημένο στο χερούλι της και διάλεξε δυό τρεις καλές μπουκιές με ζυγιασμένο σωστά λίπος με κρέας και τις έβαλε στο πιάτο . Έβγαλε μια πατάτα οφτή ( αφημένη στην στάχτη δίπλα στην φωτιά τυλιγμένη μ’ ασημόχαρτο ) , την άνοιξε την έβαλε κι αυτήν στο πιάτο και την έλουσε με τρεις τέσσερις κουταλιές σάλτσα απ’ το τσιγαριαστό . Τα έβαλε στο τραπέζι μπροστά απ’ τον γέρο Σήφη , έβγαλε την τσικουδιά απ’ την κατάψυξη κι ακούμπησε του την μπροστά μ ένα ποτήρι , του έβαλε μία κι είπε …βάνε όσο θέλεις … ευχαριστώ να σαι καλά , ήταν η απάντηση και στο τραπέζι είχαν καθίσει κιόλα καμιά δεκαριά , ενώ έμπαινε κι ο Γιώργης . Κάθισε λοιπόν κι αυτός στο τραπέζι , δίπλα απ’ τον λύκο και γυρνώντας προς τον γέρο Σήφη του λέει …ήντα κάνεις κυρ Σήφη … καλά , ήταν η απάντηση , ενώ ο Γιώργος συνέχισε … σένα έστειλαν ? ναι για ! εχούν καλή διάθεση , δεν θέλουν τραβάγιες (προβλήματα) …είπε , έβαλε μια μπουκιά στο στόμα του , σήκωσε την τσικουδιά στο ύψος των ματιών του , έσκυψε το κεφάλι και χαιρέτησε όλο το τραπέζι . Την κατέβασε με την μία κι άφησε το ποτήρι να κτυπήσει στην τάβλα … ο Λύκος , του το γέμισε και κάνοντας νεύμα στον Γιώργη να μην μιλήσει , είπε … πιες άλλη μια γέρο μου να ζεσταθείς και μετά ξεκινάς . Πράγματι κατέβασε και την δεύτερη στο φτερό , παπάριασε με τα τρία του δάκτυλα ένα κομμάτι πατάτα στην σάλτσα , το φαγε και ξεκίνησε … Είστε δύο σοβαρές οικογένειες , δεν είναι ωραίο τώρα , να μπλέκουμε για μια θυγατέρα (κόρη ) μικρή και άμυαλη έτσι … δεν υπάρχει λόγος για βία … σκεφτείτε το λίγο , κάποιοι θα μείνουν στο τόπο , άλλοι θα πάνε στην φυλακή και τα παιδιά σας , θα πάνε στην αμέρικα και στο αοστράλια για να σωθούν … δεν είναι ωραία πράγματα . Καλά θα είναι να λήξει όλο εδώ και από αύριο σαν να μην έγινε τίποτα . Ωραία , απάντησε ο Δήμος που πάλι έκανε νεύμα στον Γιώργη να μην μιλήσει και να ηρεμήσει μιας και τον έβλεπε έτοιμο να γερουντίξει (ορμήξει ) στον γέρο και να τον κάμει χίλια κομμάτια . Οπότε γέρο μου , να παντρέψουμε τα κοπέλια κι όλα καλά ? ε όι κι έτσα , αποκρίθηκε αυτός … δηλαδή ? … να , θα μου δώσετε την θυγατέρα και θα την κανονίσουν αυτοί και το ίδιο θα κάνετε κι εσείς με τον αδερφό σου , απλά ….απλά τι ? ρώτησε ο Δήμος που κρατούσε με το αριστερό του χέρι τον Γιώργο κάτω που ήταν σ ΄’έξαλλη σχεδόν κατάσταση … να , έχετε δύο μέρες , μέχρι να μην εμφανιστεί ξανά πουθενά στο νησί ο αδερφός σου … μπορείτε να κάμετε ότι θέλετε , είτε ότι θα κάνουν αυτή στην κόρη …είτε να τον στείλετε κάπου … Αυτό ήταν , ο Γιώργος είχε πεταχτεί πάνω στον κυρ Σήφη , τον είχε αρπάξει απ’ τον λαιμό κι αυτός άλλαζε χρώμα και προσπαθούσε να πάρει αναπνοή . Ο Δήμος και δυό ακόμα τον τραβούσαν αλλά αυτός είχε κοκκινήσει , είχαν βγει οι φλέβες στον λαιμό και το κούτελο του ενώ απ’ το στόμα του , τα σάλια έτρεχαν σαν το νερό . Άστον ρε Γιώργο , ο μεσάζον είναι , του έλεγε με μια περίεργη ηρεμία και με χαμηλούς τόνους στο αυτί ο Δήμος ώσπου τελικά κατάφεραν να σώσουν το γέρο . Ο Δήμος τον πήγε μέχρι την πόρτα , παραμέρισε κανονικά το ΧΤ και του είπε …ευχαριστώ γέρο μου και συγνώμη για τον ξάδερφο μου … δεν πειράζει παιδί μου , είπε αυτός , οι στιγμές είναι δύσκολες και τα νεύρα πολλά , ελπίζω να τους δώσεις την κόρη και να μην σκοτωθείτε , όσο για τον Χάρη , δεν είναι ανάγκη να πεθάνει , διώξτον , στείλτον στο Αμέρικα …. Μπα , δεν βλέπω γέρο μου να γίνουν τα πράγματα έτσι … Σκέψου το πάντως , μου είπαν να σου πω πως έχεις μέχρι το ξημέρωμα … δεν χρειάζεται τέτοια αναμονή κυρ Σήφη , πες του Νικόλα να πα να γαμηθεί , άλλωστε αυτός έχει να χάσει , εγώ … θα χάσω μερικές άδεις απ’ την φυλακή και τι έγινε , δεν της λες και μεγάλη υπόθεση . …. Εσύ ξέρεις γιε μου , ελπίζω το ξημέρωμα να σας βρει όλους , κι εσάς και τους άλλους , μαζί μας , καλά ξέτελα (καλό τέλος) … Ευχαριστώ γέρο μου , καλό βράδυ .
Το σφύριγμα της μπάλας ακούστηκε πολύ λίγο πριν ακουστεί ο πυροβολισμός … η πρόσκρουση αυτής μες στο πετσί του , έκανε ένα απόκοσμο πλατς σα βγαλμένο από κάποιο βίντεο που το βλέπεις με χρονοκαθυστέρηση . Ο χρόνος για τον Χάρη έγινε αργός κι όλα άρχισαν να κινούνται σε μια απίστευτα αργή κίνηση . Καθώς έπεφτε κάτω , σαν κάποιος να τον είχε σπρώξει με δύναμη , έβλεπε το αίμα απ’ τ αριστερό του μπράτσο να φεύγει σταγόνα σταγόνα κι όλη αυτή η εικόνα , να ξετυλίγει με φόντο το ΧΤ που ήταν ένα μέτρο μπροστά του . Ο Γιώργης μέσα , πετάχτηκε απ’ την καρέκλα του μ ένα χαμόγελό στα χείλι φωνάζοντας , ξεκινάει κοπέλια , ο καθείς απούπαμε ( όπου είπαμε ) . Ο Δήμος έχει κρυφτεί στην δέστρα της εισόδου κι έχει εικόνα προς τον αδερφό του που είναι κάτω ματωμένος ελαφρά . Έσπασε κόκκαλο ρε ? του είπε κι αυτός του έγνεψε αρνητικά …ε! καλύψου , ήντα περιμένεις να σε θέσουν ? Αυτός με την σειρά του δεν είχε πολλά να κάνει στην μέση της πόρτας και μόνο ελαφρά κάλυψη του πρόσφερε για την ώρα το ΧΤ . Ουσιαστικά , υπήρχε ένα κενό στα εισερχόμενα γιατί είχαν αρχίσει οι δικοί του ν απαντούν . Με μια γρήγορη σκέψη του ρθε στο μυαλό κάτι που του έλεγε ο γέρος του για τον στρατό , έριχναν λέει τα Harley κάτω και τα έκαναν ασπίδες …. Κινήθηκε λίγο ποιο κοντά και με το δεξί του πόδι τράβηξε το σταντ και κυριολεκτικά έριξε το ΧΤ πάνω του . Κόλλησε πάνω στην σέλα και καλύφτηκε το δυνατόν παραπάνω . Δεν πρόλαβε να το κάνει και δύο μπάλες έσκασαν στην ποδιά του μοτέρ … αμέσως έκανε την σκέψη του τι θα γίνει αν πάνε στο τεπόζιτο αλλά του φάνηκε και τραβηγμένο να το φτάσουν αλλά και δύσκολο να σκάσει η βενζίνη με τόσο γρήγορη και μικρή σπίθα . Σε καλύπτω να φύγεις στο τρία του είπε ο αδερφός του και συνεννοήθηκε μ άλλους δυό…μέτρησε ως το τρία και τότε άρχισαν όλοι ένα καταιγισμό πυρών που έδωσε χρόνο στον Χάρη να φύγει από κει . Γενικά μετά από τρία τέσσερα , βασανιστικά αργά λεπτά , όλοι είχαν πάρει της θέσης τους και τα πυρά είχαν μειωθεί τόσο , που αραιά και που άκουγες και καμιά πιστολιά , δείγμα πως είναι όλοι στης θέσης τους .
Ο Γιώργης είχε πάρει μια ομάδα στους εξώστες και πρόσεχε κυρίως έξω απ’ τα παράθυρα και μέσα απ’ την βεράντα προς το σώχορο που ήταν ακάλυπτος χώρος . Ο Δήμος κάτω , δεν είχε άλλο άνοιγμα εκτός απ’ την πύλη αλλά έπρεπε να προσέχει κι αυτός ένα παραπάνω τον ακάλυπτο . Αυτά είναι Χριστούγεννα φώναξε ο Γιώργης , δεν θυμάμαι να χω περάσει ξανά έτσι ! Δυό τρεις τραυματίες φάνηκε να έχουν οι άλλοι ,αλλά κι αυτοί , όπως κι όλοι οι δικοί του , δεν ήταν εκτός , άμα δεν βρει σκότια ή να σπάσει κόκκαλο , η μπάλα , δεν θεωρείσαι χτυπημένος . Δύσκολα τα πράγματα για τον Νικόλα , που μάλλον στα χαρτιά τον είχε κερδίσει ο Χάρης , μια και ο σχεδιασμός του , ήταν λίγος και ακόμα ποιο λίγοι οι άντρες του …οι σωστότερα . ήταν οι μισοί και με μικρότερη κάλυψη . Είχε αποφασίσει όμως , τυφλωμένος από ένα μίσος που ποτέ δεν είχε ζήσει , να κάνει την μεγάλη επίθεση και να κατατροπώσει την άλλη οικογένεια απλά και μόνο μιας και θεωρούσε πως η ράτσα του ήταν τόσο ανώτερη που ο καθ’ ένας τους , έκανε για δέκα . Οι δικοί του, δεν περίμεναν τόσο μεγάλη δύναμη πυρός κι είχαν αρχίσει να έχουν δεύτερες σκέψεις , όχι από φόβο αλλά γιατί τεχνοκρατικά , τα νούμερα δεν έβγαιναν .
Ξεκινάει δεύτερος καταιγισμός πυρών και ο Νικόλας προσπαθεί ν ανοίξει απ’ τα πλάγια στα τυφλά σημεία των παραθύρων του αντίπαλου και να μπει από κει . Δεν τα κατάφερε και μ ότι είχε , μπήκε με απίστευτο θάρρος και θράσος στην κοντή πύλη που φυλούσε ο Λύκος . Ο Λύκος όμως ήξερε πως μετά απ’ αυτό η μόνη του λύτρωση ήταν ο θάνατος μια και δεν θα έβγαινε ξανά ποτέ απ’ την φυλακή . Πετάχτηκε λοιπόν στην μέση της πύλης αποφασισμένος για σαρωτική νίκη ή θάνατο , σήκωσε τα δύο ρούγκερ και σχεδόν έριξε ότι είχαν μέσα, πριν …. Πριν γεμίσει ο κόσμος κι η πλατεία με Navara της Ελληνικής αστυνομίας και ΕΚΑΜιτες παντού , πάνοπλους , με αλεξίσφαιρα και τα πάντα να έχουν κυκλώσει όλη την περιοχή . Όπως ήταν ο Λύκος πέταξε τα όπλα πίσω και γύρισε στον μικρό Χάρη λέγοντας του …όλα στο πηγάδι και γρήγορα … Ο μικρός που μέχρι χθες έκανε μάθημα στο σχολείο απ’ το ιντερνέτ , είχε σηκώσει την πλάκα και πετούσε τα όπλα μέσα , ο Γιώργης είχε στείλει άλλο έναν κάτω κι είχαν αδειάσει όλα τα όπλα από πάνω τους . Όποιος μπορεί απ’ τους μικρούς , φεύγει, είπε ο Γιώργης και εννοούσε όλα τα κοπέλια κάτω των εικοσιπέντε χρόνων . Ο Λύκος ήταν όρθιος , δίπλα στον Νικόλα , ο οποίος είχε επίσης πετάξει το Μ16 στο σπίτι μέσα και είχε κιόλας καταλήξει στο πηγάδι . Ένας απ’ τους δικούς του όμως δεν είχε καλή θέση για να πετάξει τα όπλα , ήταν στημένος σαν άγαλμα , μπροστά απ’ τους προβολείς των Navara . Πηγάδι είναι ή στέρνα ? ρώτησε με χαμηλή φωνή ο Νικόλας …πηγάδι , τώρα θα έχουν φτάσει στον Κοιλιάρη , απάντησε ο Δήμος …. Σε χτύπησα βρώμε του είπε , βλέποντας το μαύρο πουκάμισο κοντά στο στήθος του κόκκινο … θα σε τελειώσω σε δεύτερη φάση … Σ έσωσαν οι μπάτσοι και το ξέρεις αποκρίθηκε κι ενώ είχε τα χέρια ψηλά , γύρισε προς τον αδερφό του …. Καβάλα το ΧΤ , πάρε την Ζαμπιό και φύγετε … δεν μπορώ να φύγω , απάντησε … το ΧΤ έχει τρεις τέσσερεις σφαίρες μέσα στο μοτέρ και με τα πόδια είναι αδύνατον να περάσω …. Τα πιτσιρίκια (οι μικρότεροι) έφυγαν , φύγετε να γλυτώσετε τα μητρώα σας . Στην πρώτη κατεβασιά της μανιβέλα , το ΧΤ έκανε σαν έχουν τελειώσει όλα , στην δεύτερη όμως , είχε πάρει αν κι έκανε έναν ανατριχιαστικό ήχο …. Φύγε ρε , χωρίς σκέψη κι όπου σε βγάλει … Πήδηξε πάνω και το κορίτσι κι έφυγε απ’ το σόχωρο . Σειρήνες το πήραν από πίσω αλλά … έφυγε , ο αδερφός του ήταν εκτός και πεντακάθαρος .
Η αστυνομία έχει μπει μέσα και στην μέση του σπιτιού , είναι όλοι …πόσοι ? ο Νικόλας κι άλλοι δύο δικοί του , ο Δήμος , ο Γιώργος κι ακόμα τρεις που έμειναν για να πάρουν το βάρος για αυτούς που είχαν νιάτα ακόμα μπροστά τους . Τι συνέβη εδώ ρώτησε ο επικεφαλής απευθυνόμενος κυρίως στον Δήμο . Να σας πω εγώ κύριε αστυνόμε , ακούστηκε μια φωνή στην πόρτα και μπήκε η σκιά του γέρο Μανώλη , πατέρα της Ζαμπίας και του Νικόλα . Ποιος είσαι εσύ ? ρώτησε ο επικεφαλής … Είμαι ο πατέρας αυτουνού , είπε κι έδειξε τον Νικόλα …καλώς τον κυρ Μανώλη , δεν σε κατάλαβα με τα φώτα από πίσω , του είπε … Να τα συμπαθάτε τα κοπέλια , φοβήθηκαν μην τους γράψετε που δεν κρατούν τα μέτρα της καραντίνας κι έσπασαν ( έφυγαν) , χαρά έχουμε και γι’ αυτός έριξαν και μια δυο τουφεκιές , με τα κυνηγετικά , όχι τίποτα άλλο . Ο αστυνομικός , πήρε στο πλάι τον κυρ Μανώλη που ήταν ένας σωστός και ήσυχος άνθρωπος και του είπε … το χεις ? ή μόλις φύγω θα σκοτωθούν? Εγώ δε σ έκανα τηλέφωνο να έρθεις , απάντησε ο γέρος …αφού το άρχισα άσε με να το τελειώσω , δεν θα σκάσει ρουθούνι και θα τελειώσει η ιστορία μια για πάντα . Κάτι πρέπει να γυρίσω πίσω όμως , απάντησε ο υπαστυνόμος . Γράψε τους για καραντίνα , για τους πυροβολισμούς , πες πως ήταν αρραβώνας , μόνο μια χάρη …ήντα , βάλε με εμένα και μην γράψεις τον γίγαντα…είπε δείχνοντας τον Δήμο… γιαντα ναι με άδεια απ’ την φυλακή … αυτός είναι ο γαμπρός σου ? όι , ο άλλος που το σκάσε μ εκείνο τον ματρακά κι όχι τίποτα άλλο , είχε και την κόρη μου πίσω . Μανώλη θα σου κάνω την χάρη και θα τα κάνω όλα όπως μου είπες , αν αύριο όμως δεν είναι όλα γιαλός (ήρεμα) θα σας μαζεύω έναν έναν απ’ τα σπίτια σας . Να πάρεις εμένα πρώτο αλλά ,δεν θα χρειαστεί … ευχαριστώ απ’ τα βάθη της καρδιάς μου , δεν ξέρω πως ,αλλά κάποια μέρα θα στο ξεχρεώσω .
Ο κυρ Μανώλης στάθηκε με το μέτωπο στους είκοσι πόντους απ’ τον γιό του . Ο Νικόλας τρίζοντας τα δόντια είπε , μπράβο μπαμπά , μόλις φύγουν θα τους καθαρίσουμε όλους … Άκου να σου πω ρε παπάρα , μικιό (παιδί) ήμουν και δεν είχα δει ποτέ τον παππού μου να γελάει . Φορούσε τζεμπέρι (κεφαλόδεσμος )μαύρο , χρώμα πάνω του , είχαν μόνο τα γένια του που ήταν κόκκινα κι έφταναν στον αφαλό του , όλα πάνω του μαύρα , το σπίτι με μαύρους τοίχους και τα σεντόνια που κοιμόταν , μαύρα . Πένθος βαρύ κι ασήκωτο για το τίποτα … ένας άνθρωπος με τιμή ! τι τιμή ? την τιμή να έχει θαμμένη την θυγατέρα του στο κεφαλόσκαλο του ….αυτή είναι ζωή νομίζεις ? Θα σου πω λοιπόν κάτι για να το ξέρεις , την κόρη μου την θέλω κι αφού αυτή θέλει αυτόν , αυτόν θα πάρει …κακός δεν είναι , κανένα δεν έχει πειράξει , δουλεύει σαν το πούστη , το μηχανάκι είναι το μόνο του κουσούρι ,στο κάτω κάτω , θα πάω να του πάρω αύριο ένα καινούριο …θα του πάρω και μια βιτρίνα , να βάλει και το παλιό του πατέρα του μέσα να μην καθίζει το κορίτσι μου πάνω . Αυτή είναι η απόφαση μου , τελειώσαμε .
Γύρισε προς τον Δήμο κι είπε , βάρυκες ( χτύπησες ) ? μπα , ψηλή Κυρ Μανώλη , κρέατα μου βρήκε … Ωραία …απάντησε ο κυρ Μανώλης και συνέχισε … πάρε τον αδερφό σου να έρθει , πες του να φέρει και την κόρη μου γιατί απόψε , εδώ , τους αρραβωνιάζω . Ντε λόγο , απάντησε ο Δήμος … ναι και δίνουμε τα χέρια .μ αυτόν τον γάμο , όλα τα μεταξύ μας τελειώνουν κι εγγυούμαι για τον γιό μου . Ο λόγος σου Ευαγγέλιο γέρο , τ απάντησε ο Δήμος και πήρε τον αδερφό του άμεσα να γυρίσει πίσω . Ο Γιώργης κανόνισε να γυρίσουν όλοι πίσω , ο Νικόλας τους δικούς του και το καζάνι γέμισε ασφυκτικά . Τα κρασιά άπλωσαν στην τάβλα , τα κρέατα μπήκαν στην κατσαρόλα , τα τηγάνια χώρεσαν όχι δέκα , ούτε είκοσι αλλά τετρακόσια καλτσούνια και άλλες δέκα γυναίκες είχαν έρθει να βοηθήσουν την Ζαμπιό στον αρραβώνα της . Σηκώθηκε ο κυρ Μανώλης , ύψωσε το ποτήρι και είπε , Ζαμπιό μου … συγνώμη που σε αρραβωνίζω έτσι αλλά απ’ την άλλη , δεν ξέρω κιαμιά που … δούλευε στον αρραβώνα της , που έγινε ξημέρωμα , χωρίς κανένα πυροβολισμό μια κι όλα τα σίδερα ταξιδεύουν τώρα για την θάλασσα. Να ζήσεις ευτυχισμένη . Εσύ Χάρη ..κι ο Χάρης σηκώθηκε … την μοναδική μου σου δίνω αλλά , σήμερα ήταν η τελευταία φορά που κάθισε σ αυτό το μηχανάκι , αύριο θα έρθει να σε πάρει ο Νικόλας , που ζητά συγνώμη για την μπάλα στην χέρα σου … είπε και γύρισε προς τον γιό του , που κούνησε το κεφάλι …θα έρθει να σε πάρει και του χω δώσει λεφτά να σου πάρει ένα καινούριο μηχανάκι , έτσι για το καλό του αρραβώνα . Ο Χάρης έσκυψε το κεφάλι , σήκωσε το ποτήρι προς όλους , εβίβα πέρα πόδε , το πιε και κάθισε . Άντε πάλι , του πε ο Δήμος … αδερφέ ευτυχώς …είπε ο Χάρης , το ΧΤ του μπαμπά μάλλον τέλειωσε , να πάμε τ απόγευμα να το μαζέψουμε , το χω αφήσει στην μεγάλη χαρουπιά έξω απ’ το Μαδαρό… μην σ ανησυχεί , έχω σου μαζεμένα , δυό μοτέρ κομπλέ , με τα ρεύματα , τα καρμπυλατέρ , κομπλέ λέμε ….απάντησε ο Λύκος .
Νεανικά, εφηβικά και παιδικά μου βιώματα . Αφιερωμένο σ όλη την ορεινή Κρήτη
Αλεξανδράκης Ιωάννης
…